πανδίος

πανδίος
-ον, θηλ. και πανδῑα, Α
1. ο εντελώς θεϊκός, ο θειότατος
2. το θηλ. προσωνυμία τής σελήνης
3. φρ. «πανδῑος ρίζα» — το φυτό χελιδόνιον το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + δῖος»θεϊκός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πανδῖον — πανδῖος all divine masc/fem acc sg πανδῖος all divine neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδῖα — πανδῖος all divine neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάνδια — Γιορτή των αρχαίων Αθηναίων, που γινόταν κάθε Μάρτιο προς τιμήν του Δία. Η καθιέρωσή της οφείλεται στον Πανδίονα ή, σύμφωνα με άλλην εκδοχή, στην κόρη του Δία και της Σελήνης, Πανδίη. Η Π. αναφέρεται και ως Πανδία. * * * τὰ, Α [πανδίος] εορτή… …   Dictionary of Greek

  • Πανδίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου και της Ηφαιστίνης, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Καλλιδίκη. 2. Γιος του Φινέα, βασιλιά της Θράκης, από την πρώτη σύζυγό του Κλεοπάτρα. Ο πατέρας του τον τύφλωσε μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • πανδίων — πανδί̱ων , πανδῖος all divine masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”